Απολλωνίδης

Απολλωνίδης
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λύδιος στρατιωτικός του Κύρου (5ος αι. π.Χ.). Τον έδιωξαν από το στρατόπεδο επειδή, μετά τη σφαγή των Ελλήνων στρατηγών, συμβούλεψε να δηλώσουν πλήρη υποταγή στον Αρταξέρξη. 2. Ευνοούμενος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας (4ος αι. π.Χ.). 3. Ολύνθιος στρατηγός (4ος αι. π.Χ.). Αντίπαλος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας, ο οποίος τον εξόρισε το 349 π.Χ. 4. Ίλαρχος του Μακεδόνα στρατηγού Ευμένη (4ος αι. π.Χ.). Αυτομόλησε στον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο (322 π.Χ.), αλλά σκοτώθηκε έπειτα από τον Ευμένη που κατόρθωσε να διαφύγει από την καταδίωξη του Αντιγόνου. 5. Στρατηγός του Κάσσανδρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Κατέστειλε στάση των Αργείων (315 π.Χ.). 6. Ένας από τους αρχηγούς της ολιγαρχικής μερίδας στη Χίο (4ος αι. π.Χ.). 7. Ιστορικός (1ος αι. π.Χ.) που έγραψε για τους βασιλιάδες της Αιγύπτου. 8. Γεωγράφος (1ος αι. π.Χ.). Έγραψε Περίπλουν της Ευρώπης. 9. Στωικός φιλόσοφος (1ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται ως μαθητής του Αντιπάτρου από την Ταρσό. Καταγόταν από τη Σμύρνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἀπολλωνίδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπολλωνίδη — Ἀπολλωνίδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπολλωνίδην — Ἀπολλωνίδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπολλωνίδου — Ἀπολλωνίδης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπολλωνίδῃ — Ἀπολλωνίδης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπολλωνίδα — Ἀπολλωνίδᾱ , Ἀπολλωνίδης masc nom/voc/acc dual Ἀπολλωνίδᾱ , Ἀπολλωνίδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπολλωνίδας — Ἀπολλωνίδᾱς , Ἀπολλωνίδης masc acc pl Ἀπολλωνίδᾱς , Ἀπολλωνίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • apolónida — o apolonida. (Del lat. Apollonĭdes, ae, del gr. ᾿Απολλωνίδης, ου). m. Hijo de Apolo, en el sentido de poeta …   Enciclopedia Universal

  • apolonida — apolónida o apolonida. (Del lat. Apollonĭdes, ae, del gr. ᾿Απολλωνίδης, ου). m. Hijo de Apolo, en el sentido de poeta …   Enciclopedia Universal

  • τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”